καμπάγαλης
(ουσ. αρσ.)
καμπάγαλης
[kabaˈɣalis]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaba yel = νοτιοδυτικός άνεμος (Tietze 2016, λ. kaba yel/kabayel).