κρύος (II)
(ουσ. ουδ.)
κρύος
[ˈkrios]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
κιρυός
[ciˈrʝos]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
κιρυό
[ciˈrʝos]
Σίλ.
κρύο
[ˈkrio]
Σινασσ., Φάρασ.
Αρσ.
κρύος
[ˈkrios]
Ανακ., Σινασσ.
κρύους
[ˈkrius]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
κρύα
[ˈkria]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. τὸ κρῦος = παγωνιά. Ο τύπ. κρύο ήδη μεσν. με μεταπλ. του γένους. Οι τύπ. κιρυός από το νεότ. τύπ. κρυγιός, το οπ. από το μεσν. τύπ. κρυός με συνίζηση.
1. Κρύο, χαμηλή θερμοκρασία αέρα
ό.π.τ.
:
Κατεβαίνισ̑κεν κρύος
(Λιγόστευε το κρύο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Όξου σ̑άν' ένα γαζά κιρυός
(Έξω κάνει πολύ κρύο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ασ' την πείνα και κι ασ' το κρύο μπορούσε να παγ̑' στον ύπνο;
(Μπορούσε να κοιμηθεί απ' την πείνα και το κρύο;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Οπ' κιρυό πάγουσα
(Πάγωσα απ' το κρύο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φόdες πααίνκανε, ήdουνε αν γκρύο χιτς̑ που ντε τζ̑οὔdουνε
(Καθώς πηγαίνανε, έκανε ένα κρύο τέτοιο που δεν είχε ξανακάνει ποτέ)
Φάρασ.
-Dawk.
Ως το γλυκοχάραμα έτρεμεν ασ' το φόβο κι ασ' τον κρύο
(Μέχρι το γλυκοχάραμα έτρεμε απ'τον φόβο και το κρύο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'α 'πνών' όξου σο κρύο τσ̑αι σις ζέστες
(Θα κοιμάται έξω, στο κρύο και στις ζέστες, ενν. ο σκύλος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Απρίλ’ παλί ήρτε μο το κρύο, τσ̑’ ο Μάης μο τις βρεσ̑ές τσ̑αι τα κουκούδε
(Ήρθε πάλι ο Απρίλης με το κρύο, και ο Μάης με τις βροχές και τα χαλάζια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ζέντζ̑ες βρέσ̑ισ̑ι τσ̑αι 'στέρου, φτένει πολύ κρύους
(Από την ώρα που άρχισε να βρέχει, κάνει πολύ κρύο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Και οσία Μαρία φοβήθη ασ’ σου Μαρτιού τα κρύα και ασ’ σου Αγούστου τα ζέστες
(Και η Οσία Μαρία φοβήθηκε από τα κρύα του Μαρτίου και από τις ζέστες του Αυγούστου˙ για το υπερβολικό κρύο του Μαρτίου και την υπερβολική ζέστη του Αυγούστου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν
Πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν (Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
Πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. πάγος :2
Πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν (Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
Πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. πάγος :2
2. Άνεμος
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Φύσανεν κιρυός
(Φυσούσε άνεμος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κιρυός πηρπήγεν ντo
(Το πήρε και το σήκωσε ο αέρας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Λάλτσεν κιρυός
(Λάλησε άνεμος˙ Φύσηξε αέρας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήρεν ντο και πήγεν κιρυός
(Το πήρε και (το) πήγε ο άνεμος˙ το σκόρπισε ο άνεμος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Άτσ̑οντου μη ''νοίζεσαι, το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(Μην ανοίγεσαι τόσο, γρήγορα θα σε πάρει ο αέρας˙ προτροπή να αποφεύγονται τα παράτολμα εγχειρήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άνεμος :1, βοριάς :2, ουρουσκιάρι, πούσι :2, χαβάς :1
β.
Ειδικότ., κρύος άνεμος, βοριάς
Ποτάμ.