κρύφτημα
(ουσ. ουδ.)
κρύφτημα
[ˈkriftima]
Ουλαγ.
κρύφτσ̑ημα
[ˈkriftʃima]
Σίλ.
Από το θ. κρύφτ- του ρ. κρύβω με παραγωγ. επίθμ. -ημα.
1. Το κρύψιμο, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. κρύβω
ό.π.τ.
Συνών.
κρύψιμο, μούλλωμα :1, πουστιέσιμο