κρυφός
(επίθ.)
κρυφός
[kriˈfos]
Σίλ., Φάρασ.
κυρφός
[cirˈfos]
Αραβαν.
κυρφό
[cirˈfo]
Γούρδ.
κουρφός
[kurˈfos]
Μισθ.
κουρφό
[kurˈfo]
Ανακ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
κρυφάς
[kriˈfas]
Σίλ.
κουρφάς
[kurˈfas]
Φλογ.
Μεσν. επίθ. κρυφός από το αρχ. επίθ. κρυπτός. Οι τύπ. κουρφός, κρουφός ήδη μεσν. (Λεξ. Κριαρ.).
1. Κρυφός, μυστικός, αυτός που δεν γίνεται αντιληπτός από άλλους
ό.π.τ.
:
Κρυφό γκαλανdζ̑ί
(Μυστικός λόγος, μυστική συζήτηση)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το σον το κρυφόν το φέρεμα
(Ο κρυφός σου ερχομός)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Να σι πω νά κουρφάς λόγους
(Να σου πω μυστικά λόγια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εχου ντου κουρφάς καημό, τι να ποίκου;
(Έχω κρυφό καημό, τι να κάνω;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Κουρφά Νύχτα
(Κρυφή Νύχτα˙ η νύχτα του Νυμφίου κατά την Μεγάλη Εβδομάδα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Θεγού τα κουρφά είναι άσ’σα φανερά πολλά
(Αυτά που κρύβει ο Θεός είναι περισσότερα από όσα φανερώνει˙ άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου· δεν γνωρίζουμε τα σχέδια του Θεού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
μουλλώτικος :1
2. Ως ουσ., το μυστικό
Αραβαν., Τροχ.
:
Να σε πω ένα κυρφός
(Να σου πω ένα μυστικό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιολατά χαρτί κουρφά 'σ' άντρα τ' και γράφ' τα κουρφά μας
(Στέλνει ένα γράμμα κρυφά από τον άντρα της και γράφει τα μυστικά μας)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
σίρι