ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυφία (ουσ. θηλ.) κρυφία [kriˈfia] Φάρασ. Από το θηλ. του αρχ. επιθ. κρύφιος, -ία, -ιον = μυστικός, παράνομος, με ουσιαστικοπ.
Μυστική, συνομωτική δραστηριότητα : Σοτίπως τζ̑αι τούς 'νταράγεις συ αδού σην κρυφία; (Γιατί και πώς ανακατεύτηκες εσύ σε αυτή την μυστική δραστηριότητα;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.