κρυφία
(ουσ. θηλ.)
κρυφία
[kriˈfia]
Φάρασ.
Από το θηλ. του αρχ. επιθ. κρύφιος, -ία, -ιον = μυστικός, παράνομος, με ουσιαστικοπ.
Μυστική, συνομωτική δραστηριότητα
:
Σοτίπως τζ̑αι τούς 'νταράγεις συ αδού σην κρυφία;
(Γιατί και πώς ανακατεύτηκες εσύ σε αυτή την μυστική δραστηριότητα;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.