ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυώνω (ρ.) κρυώνω [kriˈono] Αραβ., Τελμ. κιρυώνω [ciˈrʝono] Αραβαν. κιρυώνου [ciˈrʝonu] Μισθ., Σίλ. Αόρ. κιρύουσα [ciˈriusa] Σίλ. Μεσν. ρ. κρυώνω, το οπ. από το ουσ. κρύο, όπου και τύπ. κρύγιος, με παραγωγ. επίθμ. - ώνω. Οι τύπ. από κιρ- με ανάπτ. επενθετ. φωνήεντος για διάσπαση συμπλέγματος, πβ. κρέας > κιριάς.
1. Μτβ., κάνω κάτι κρύο Φάρασ.
2. Αμτβ., κρυώνω, νιώθω το κρύο ως δυσάρεστο συναίσθημα, κρυολογώ ό.π.τ. : Κρύωσε τσι χά’ην (Κρυολόγησε και πέθανε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ιψές κιρύουσα (Χτες το βράδυ κρύωσα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σα χίλια ένα, αν κρυώσει κανένα, κόβουνdαι τα ρούχα τ’ (Μία στις χίλιες, αν κρυώσει καμία, της κόβεται η περίοδος) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 'τον και κρυώσεις πρήονται τα λαιμά σ’· βάζεις τότε το ντάχτυλο, ζουλίζει τα και βγαίνει το άλκος (Όταν κρυώσεις, πρήζεται ο λαιμός σου· βάζει τότε το δάχτυλο, τα ζουλάς και βγαίνει το πύον) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κιρύουσι μιdέ μου (Κρύωσε το στομάχι μου˙ κρύωσε η κοιλιά μου και έχω διάρροια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, παγουρώνω, παγώνω
3. Απρόσ., κάνει κρύο Σίλ. : Να κιρυώσ’, σε μπούμ’ απέσου (Αν κάνει κρύο, θα μπούμε μέσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6