παγουρώνω
(ρ.)
παγουρώνω
[paɣuˈrono]
Ανακ., Σινασσ.
Από το ουσ. παγούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Παγώνω
ό.π.τ.
:
Απλιρού τα πέντε το βουβάλι παγούρωσεν
(Στις 5 Απριλίου το βόδι πάγωσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ποιος έσ̑' την κακήν την ώρα και βρίσκεται όξω στα βουϊνά και στα στράτες· πόσοι να παγουρώσουν αδαρά
(Ποιος έχει την ατυχία και βρίσκεται έξω στα βουνά και στους δρόμους· πόσοι θα παγώσουν τώρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Του τσ̑οσ̑μαδιού το κ͑ουρνί παγούρωσεν
(Πάγωσε ο κρουνός της βρύσης)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Ασμ.
Έθεκεν πάχνη γόνατο, σ̑ίλια λιτρίτσα σ̑όνι,
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω (Έστρωσε πάγο ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο άγουρος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγώνω
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω (Έστρωσε πάγο ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο άγουρος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγώνω