παθαίνω
(ρ.)
παθαίνου
[paˈθenu]
Μισθ.
παθαίγω
[paˈθeɣo]
Φάρασ.
Παρατατ.
παθαίνιψα
[paˈθenipsa]
Μισθ.
Αόρ.
έπαθα
[ˈepaθa]
Μισθ., Σινασσ.
έπαχα
[ˈepaxa]
Μισθ.
Υποτ.
πάθω
[ˈpaθo]
Σινασσ.
πάθου
[ˈpaθu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. παθαίνω με μεταπλ. του αρχ. πάσχω με βάση το συνοπτ. θ. παθ- κατά τα ρ. -αίνω.
Υφίσταμαι, δέχομαι κάτι κακό, επιζήμιο, δυσάρεστο
ό.π.τ.
:
Εσύ ετό το κακό το 'παθες για τ' εμέν και μόνο
(Εσύ αυτό το κακό το έπαθες για μένα και μόνο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σέμιν σ’ νισ̑ά απέσ’ τσ’ έπαθιν κάψιμου
(Μπήκε στην φωτιά μέσα και έπαθε έγκαυμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ε, μετά απ' αυτό το τίδου που έπαχαμ'
(Ε, μετά απ' αυτό το τέτοιο που πάθαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πέρτσ' έπαχα ζ̑άν'
(Πέρσι έπαθα ζημιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Aν παίνιψι στράα, αν του παθαίνιψι στράα απάν' που οdηγίζ';
(Αν πήγαινε στον δρόμο, αν το πάθαινε στον δρόμο απάνω που οδηγούσε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αρραβωνιαστικό τ' 'επαθι ένα ζ̑άν'
(Ο αρραβωνιαστικός έπαθε μιά ζημιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δεν έν' καλό, κάτ' να πάθομε
(Δεν είναι καλό (να δούμε εκκλησία στον ύπνο μας), κάτι θα πάθουμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.