ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παθαίνω (ρ.) παθαίνου [paˈθenu] Μισθ. παθαίγω [paˈθeɣo] Φάρασ. Παρατατ. παθαίνιψα [paˈθenipsa] Μισθ. Αόρ. έπαθα [ˈepaθa] Μισθ., Σινασσ. έπαχα [ˈepaxa] Μισθ. Υποτ. πάθω [ˈpaθo] Σινασσ. πάθου [ˈpaθu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. παθαίνω με μεταπλ. του αρχ. πάσχω με βάση το συνοπτ. θ. παθ- κατά τα ρ. -αίνω.
Υφίσταμαι, δέχομαι κάτι κακό, επιζήμιο, δυσάρεστο ό.π.τ. : Εσύ ετό το κακό το 'παθες για τ' εμέν και μόνο (Εσύ αυτό το κακό το έπαθες για μένα και μόνο) Σινασσ. -Αρχέλ. Σέμιν σ’ νισ̑ά απέσ’ τσ’ έπαθιν κάψιμου (Μπήκε στην φωτιά μέσα και έπαθε έγκαυμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ε, μετά απ' αυτό το τίδου που έπαχαμ' (Ε, μετά απ' αυτό το τέτοιο που πάθαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πέρτσ' έπαχα ζ̑άν' (Πέρσι έπαθα ζημιά) Μισθ. -Κοτσαν. Aν παίνιψι στράα, αν του παθαίνιψι στράα απάν' που οdηγίζ'; (Αν πήγαινε στον δρόμο, αν το πάθαινε στον δρόμο απάνω που οδηγούσε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αρραβωνιαστικό τ' 'επαθι ένα ζ̑άν' (Ο αρραβωνιαστικός έπαθε μιά ζημιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δεν έν' καλό, κάτ' να πάθομε (Δεν είναι καλό (να δούμε εκκλησία στον ύπνο μας), κάτι θα πάθουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ.