παίγνη
(ουσ. θηλ.)
παίγνη
[ˈpeɣni]
Φάρασ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. παίγνιον με αλλαγή γέν. Η λ. και Πόντ. Για την λ. βλ. Χατζιδάκις (1934: 270, 284) και ΑΠ 14 (1949) 33. Για την σημ. πβ. τουρκ. ουσ. oyun = α) παιχνίδι β) χορός.
Χορός
:
Σήκω, κώσε δύο αδού σην παίγνη
(Σήκω, γύρισε δύο βόλτες εδώ στο χορό)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Η παίγνη μο τα χουλιέρε
(O χορός με τα κουτάλια)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Του μασ̑αιρού η παίγνη
(Ο χορός των μαχαιριών)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Παίγνη μο τα γλέχε / του γλεχιού η παίγνη
(Χορός με τα μαντήλια /χορός του μαντηλιού)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Τ' ορτόν του ένι να παίξουμ' τζ̑ι α μασ̑αιρού παίγνη
(Το σωστό είναι να χορέψουμε και έναν χορό των μαχαιριών)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
παίξιμο, Πβ.
παίζω