παινοέρχομαι
(ρ.)
παινοέρχομαι
[penoˈerxome]
Γούρδ.
Νεότ. ρ. πηγαινοέρχομαι, το οπ. σύνθ. από τα ρ. πηγαίνω, όπου και τύπ. παίνω, και έρχομαι.
Πηγαινοέρχομαι