ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παιρπαίνω (ρ.) παιρπαίνω [perˈpeno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μπέηκ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. παιρπαινίσ̑κω [perpeˈniʃko] Αραβαν. Παρατατ. παιρπαίνισκα [perˈpeniska] Γούρδ. παιρπαίνισ̑κα [perˈpeniʃka] Αραβαν., Γούρδ. παιρπαίσ̑κα [perˈpeʃka] Αξ. παιρπαίνηγα [perˈpeniɣa] Μαλακ. Αόρ. πηρπήγα [pirˈpiɣa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ. πηρπήα [pirˈpia] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. παιρπήγα [perʹpiɣa] Μπέηκ. Υποτ. παρπάγω [parˈpaɣo] Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Φερτάκ. παρπάω [parˈpao] Αξ., Αραβαν., Φλογ. παρσ̑άω [parˈʃao] Τελμ. Από το ρ. περιπηγαίνω κατά τον Φαρασόπουλο (1895: 122) και τον Αρχέλαο (1899: 258), ενώ κατά τους Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 115) από τα ρ. παίρω ‘παίρνω’ και παίνω ‘πηγαίνω’. Το [o] αποβλήθηκε αναλογ. προς σχηματισμούς όπως το τουρκ. aparmak = μεταφέρω < alip 'έχοντας πάρει' + barmak 'πηγαίνω'. Για την λ. βλ. Janse & Vandewalle (2023).
1. Παίρνω κάτι και το μεταφέρω, το πηγαίνω ό.π.τ. : Παιρπαίνω το γουμάρ' στο μύλο (Παίρνω και πηγαίνω το φορτίο στον μύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παιρπαίνουν το νύφ' σο qουγιού (Παίρνουν τη νύφη και την πηγαίνουν στο πηγάδι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παίρ' το και περπαίν' το σο σπίτι τ' (Τον παίρνει και τον πηγαίνει στο σπίτι του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ένα χωριανός ανέβασέν το 'ς το άλογό του και πηρπήγεν το 'ς το σπίτσι τ' (Ένας συγχωριανός τον ανέβασε στο άλογό του και τον πήγε στο σπίτι του) Γούρδ. -Καράμπ. Παιρπαίνισ̑κεν ντα σο λουτρό, πούλεινεν ντα σο κϋλχαντζ̑ή (Τα πήγαινε στο λουτρό (τα ξύλα), τα πουλούσε στον θερμαστή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ας παρπάμε λίγα 'ανεικά εργάτ' και παίρομε τρία κορίτσα να μας βοηθήσ̑'νε και ιμείς ταχύ να πάμε κουνιαρού (Ας πάρουμε μαζί μας λίγους δανεικούς εργάτες και παίρνουμε τρία κορίτσια να μας βοηθήσουν κι εμείς αύριο θα πάμε εκεί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Να το παρπάς σο Μέσ̑ης το λουτρό (Να τα πας στης Μέσης το λουτρό να τα πουλήσεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Δεσπότης ήρτεν να το παρπάγ' Νέγτε να το ξιμολογίσ̑' και να το ποίκ' αργός (Ο Δεσπότης ήρθε να τον πάρει να τον πάει στην Νίγδη να τον εξομολογήσει και να τον θέσει σε εκκλησιαστική αργία) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Άλλο ετό το 'μο το γιαζγι̂́ μ' 'ναι, ετό να με παρπάγ̑' (Αυτή πια είναι η μοίρα μου, αυτός θα με πάρει) Αραβαν. -Φωστ. Αψ̑ίσκα αράπης έπιασεν ντο ασ' το σϋκσΰνι τ' και σϋρϋερέκ πηρπήγεν ντο κάτω σα μπουdρούμια (Αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό και σέρνοντάς τον τον πήρε και τον πήγε κάτω στα μπουντρούμια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εμένα, αν με παρσ̑άς, μι το παίνουμ', να με πάρουν ασ' σα χέρια σ' (Εμένα, αν με πάρεις μαζί σου, καθώς θα πηγαίνουμε, θα με πάρουν από τα χέρια σου) Τελμ. -Dawk. Παρπάμε τα 'ζ μάνα μ' (Πήγαινέ τα στην μητέρα μου) Αξ. -Dawk. ’ς τα γκιόλια παρπαίσ̑καν τα βάλια μέσα και κοιμόντ’σαν (Τα βουβάλια τα πήγαιναν μέσα στις λίμνες και κοιμόντουσαν) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Στο τσ̑εσ̑μέ ποτισμένο παιρπαίνω σε και λιψασμένο φέρω (Στη βρύση ποτισμένο σε πηγαίνω, και διψασμένο σε φέρνω˙ Όταν κανείς θέλει να δείξει ότι είναι πιο έξυπνος από άλλον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παιρπαίνω σε ντιψασμένο και φερίσ̑κω σε γανωμένο (Σε πηγαίνω διψασμένο και σε φέρνω (πάλι πίσω) διψασμένο˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Μτφ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση Αξ. : Πώς τα παιρπαίνεις; (Πώς τα πας; ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Μτφ., αντέχω την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών Αξ. : Μαdέμ ντέν ντο παιρπαίνεις, με το πσ̑ίνεις (Αφού δεν το αντέχεις, μην το πίνεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 06/09/2025