παιρπαίνω
(ρ.)
παιρπαίνω
[perˈpeno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
παιρπαινίσ̑κω
[perpeniˈʃko]
Αραβαν.
Παρατατ.
παιρπαίνισκα
[perˈpeniska]
Γούρδ.
παιρπαίνισ̑κα
[perˈpeniʃka]
Αραβαν., Γούρδ.
παιρπαίνιγα
[perˈpeniɣa]
Μαλακ.
Αόρ.
πηρπήγα
[pirˈpiɣa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ.
πηρπήα
[pirˈpia]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ.
παιρπήγα
[perpiɣa]
Μπέηκ.
Υποτ.
παρπάγω
[parˈpaɣo]
Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Φερτάκ.
παρπάω
[parˈpao]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
παρσ̑άω
[parˈʃao]
Τελμ.
Προστ. Εν.
παρπάμε
[parˈpame]
Αξ.
παιρπήγα
Από το ρ. περιπηγαίνω κατά τον Φαρασόπουλο (1895: 122), ενώ κατά τους Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 115) από το ρ. παίρω ‘παίρνω’ και παίνω ‘πηγαίνω’ παίρ(ω) + παίνω. Το [o] αποβλήθηκε αναλογ. προς σχηματισμούς όπως το τουρκ. aparmak < alip 'έχοντας πάρει' + barmak 'πηγαίνω'. Για την λ. βλ. Janse & Vandewalle (2023).
1. Παίρνω κάτι και το μεταφέρω, το πηγαίνω
ό.π.τ.
:
Παιρπαίνω το γουμάρ' στο μύλο
(Παίρνω και πηγαίνω το φορτίο στον μύλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παιρπαίνισ̑κεν ντα σο λουτρό, πούληνεν ντα σο κϋλχανdζ̑ή
(Τα πήγαινε στο λουτρό (τα ξύλα), τα πουλούσε στον θερμαστή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να το παρπάς σο Μέσ̑ης το λουτρό
(Να τα πας στης Μέσης το λουτρό να τα πουλήσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αψ̑ίσκα αράπης έπιασεν ντο ασ' το σϋκσΰνι τ' και σϋρϋερέκ πηρπήγεν ντο κάτω σα μπουdρούμια
(Αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό και σέρνοντάς τον πήρε και τον πήγε κάτω στα μπουντρούμια)
-Φωστ.-Κεσ.
Εμένα, αν με παρσάς, μι το παίνουμ', να με πάρουν ασ' σα χέρια σ'
(Εμένα, αν με πάρεις μαζί σου, καθώς θα πηγαίνουμε, θα με πάρουν από σένα)
Τελμ.
-Dawk.
Παρπάμε τα 'ζ μάνα μ'
(Πήγαινέ τα στην μητέρα μου)
Αξ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Στο τσ̑εσ̑μέ ποτισμένο παιρπαίνω σε και λιψασμένο φέρω
(Στη βρύση ποτισμένο σε παίρνω και σε πάω, και διψασμένο σε φέρνω˙ Όταν κανείς θέλει να δείξει ότι είναι πιο έξυπνος από άλλον)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παιρπαίνω σε ντιψασμένο και φερίσ̑κω σε γανωμένο
(Σε παίρνω και σε πάω διψασμένο και σε φέρνω (πάλι πίσω) διψασμένο˙ Όταν ο ένας είναι πιο έξυπνος απ' τον άλλο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Μτφ., αντέχω την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών
Αξ.
:
Μαdέμ ντέν ντο παιρπαις, με το πσ̑ις
(Αφού δεν το αντέχεις, μην το πις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.