ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παιδόκκο (ουσ. ουδ.) παιδόκκο [peˈðoko] Φάρασ. Από το ουσ. παιδί και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Νεαρός : Ταύρισε το μαχαίρι τζ̑αι δώτζ̑ε τό 'να του 'δρα του ψαλτέρη τ' ωτί τζαι κρέμ'σεν τα (ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον) Φάρασ. -Lag. Συνών. παιδί :4, φσάχι :3
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025