παιδί
(ουσ. ουδ.)
παιδίν
[peˈðin]
Σινασσ., Τελμ.
παιδί
[peˈði]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
παιdί
[peˈdi]
Αραβ., Φερτάκ.
παιγί
[peˈʝi]
Αξ., Ουλαγ.
παιρί
[peˈri]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φλογ.
παιί
[peˈi]
Αξ., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Τσαρικ.
Από το αρχ. ουσ. παιδίον = παιδί αρσενικό ή θηλυκό, υποκορ. του παῖς.
1. Αρσενικό άτομο μικρής ηλικίας, ανεξαρτήτως υικής σχέσης, αγόρι
ό.π.τ.
:
Ήχταν dυό bαιdιά ορφανά αζ μάνα, τό ’να παιγί και τ’ άλλο κορίτσ̑', Κωσταγίνος και Ελένη
(Ήταν δυό παιδιά ορφανά από μάνα, το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι, ο Κωνσταντίνος και η Ελένη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήτουν ένα παιdί κι ένα ναίκα
(Ήταν ένα αγόρι και μιά γυναίκα)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ετό τό ’ρχεται το παιδί, εμείς ντόμουσ̑καμ' να το φάμ'· εσείς φάτε το
(Αυτό το αγόρι που έρχεται, εμείς δεν μπορούσαμε να το φάμε· φάτε το εσείς)
Τελμ.
-Dawk.
Είδεν δύο παιδιά, σκοτώνουν ένα gάτα
(Είδε δύο αγόρια να σκοτώνουν μια γάτα)
Ποτάμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σκόλειοργιου το παιρί
(Παιδί του σχολείου˙ μαθητής)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
παιδίτσι
2. Νεαρός άνδρας
ό.π.τ.
:
'Ξαφάνισαν ντα τεκεινιαρού δα παιδιά
(Τα εξαφάνισαν τα δικά τους τα παιδιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντο παιγί ιτό σκότωσέν ντο
(Ο νεαρός αυτός το σκότωσε (τον γίγαντα))
Ουλαγ.
-Dawk.
Έρχονdι ρυό παιριά από είκοσ̑ι χρονού
(Έρχονται δύο νεαροί 20 ετών)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα πάντρεψαν, τα στεφάνωσαν, αμά το παιδί δεν εζύγωνεν 'ς σο κορίτσι, κοντά οχτώ μέρες
(Τους πάντρεψαν, τους στεφάνωσαν, αλλά ο νεαρός δεν πλησίαζε ερωτικά την κοπέλα, σχεδόν οχτώ μέρες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντο πααί οπ' παίνισ̑γκε, απαπίσω τ' ήρτε γκαι το τσ̑ι̂ράκ͑'
(Καθώς προχωρούσε ο νεαρός, πήγε από πίσω του και ο υπηρέτης)
Ουλαγ.
-Dawk.
Καλά δα λέει δου παιί
(Καλά τα λέει ο νεαρός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σόγνα dο παιί με dο ναίκα τ’ dάμα, πήαν τα ντρανήσων dο λεέν' dο λερό
(Ύστερα ο νεαρός με τη γυναίκα του μαζί πήγαν να κοιτάξουν το λαγήνι με το νερό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντώκεν το κορίτσ' εκεί σ’ το παιγί, το dεν έχ' βαβά
(Έδωσε την κοπέλα σ' εκείνον τον νέο που δεν έχει πατέρα)
Αξ.
-Dawk.
Το παιρί πήρε το Γκιουλλιζάρ ναίκα τ'
(Ο νεαρός παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά)
Αραβαν.
-Φωστ.
Παιδιού το ταράφ' παίρ' το να παν νεκκλησ̑ά
(Η οικογένεια του νέου τον παίρνει να πάνε στην εκκλησία για τον γάμο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Αζ' μπαιντιού χαbάρ ντεν έχ'νε, ασ' κοριτσ̑ού κουβαλούν σ̑τικανίκια
(Από (την πλευρά) του αγοριού νέα δεν έχουν, από (την πλευρά) του κοριτσιού κουβαλούν πιατάκια˙ Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κοριτσ̑ού ντίνουν γκαι παίρουν, παιριού χαbάρ' ντεν έχουν
(Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ντελικανής :1, παλληκάρι :1, φσάχι :3
3. Τέκνο ανεξαρτήτως φύλου, παιδί
ό.π.τ.
:
Τα παιδιά μας σο χώμα κοιμίζαμ' τα
(Τα παιδιά μας τα κοιμίζαμε στο χώμα)
Ανακ.
-Cost.
'τον γηράσω, τα bαιντιά μ' να με ντιλέψ̑'νε
(Όταν γεράσω, τα παιδιά μου θα με συντηρήσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σαβγουλού παίϊ μ', γιαΐ στένιεις;
(Αγαπητό μου παιδί, γιατί αρρώστησες;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου παιί είπιν δου αλτούν τόπ'
(Το παιδί τους το αποκαλούσαν χρυσό τόπι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ήσαν τρία παιριά κι ένα μητέρα κι ένα πατέρα
(Ήταν τρία παιδιά και μιά μητέρα κι ένας πατέρας)
Γούρδ.
-Dawk.
Απέσ' έσ̑ει τα παιριά του
(Μέσα έχει τα παιδιά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ιωακείμ και Άννα ήσαν γισίρια, δεν εσ̑άνισκαν παιδί
(Ο Ιωακείμ και η Άννα ήταν στείροι, δεν έκαναν παιδί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το παιδί αν δεν κλάψ' η μάνα τ' βυζί δεν το δίνει
(Το παιδί αν δεν κλάψει, η μάνα του δεν του δίνει βυζί να θηλάσει˙ αν δεν διεκδικήσεις κάτι, δεν θα σου δοθεί από μόνο του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γέννημα :2, ντόλι, παιδόκκο, τέκνο, τσοτσούκι, φσάχι :1, Πβ.
μαχτσούμι
4. Αρσενικό τέκνο, γιος
ό.π.τ.
:
Ένα ναίκα κι ένα άντρα έισ̑καν ένα παιδί, πολλά κορίτσ̑ια
(Μιά γυναίκα κι ένας άντρας είχαν έναν γιο και πολλές κόρες)
Φλογ.
-Dawk.
Τόνα τουν λέισ̑κε παιρί να εν’νεί ντεγί, τ' άλλο τουν κορίσ̑'
(Η μιά τούς έλεγε ότι θα γεννηθεί αγόρι, η άλλη τούς (έλεγε) κορίτσι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα πατισ̑άχι̂ς είχιν ένα μπαιί
(Ένας βασιλιάς είχε έναν γιο)
Μισθ.
-Dawk.
Τα είχεν χαμένα τα μπαιντιά μεγάλωσαν, ήρταν στο εσνάν
(Τα παιδιά που είχε χαμένα, μεγάλωσαν, έφτασαν στην (κατάλληλη για στράτευση) ηλικία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα ναίκα είσεν ένα παιδί, και το παιδί πήγεν να κ͑αζανdίσ̑' παράδια
(Μιά γυναίκα είχε έναν γιο και ο γιος πήγε να κερδίσει κάποια χρήματα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Σαbαχντά πατισ̑αχιού ντο παιγί ήρτε να φαΐσ̑' άβια
(Το πρωί ο γιος του βασιλιά πήγε να χτυπήσει θηράματα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ζαμανίν μπιρλεγιdέ ήτου μια μάνα κι είσ̑ι έναν μπαιρί
(Έναν καιρό ήταν μιά μάνα κι είχε έναν γιό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Του πατισ̑άχου το παιδί εγώ να το πήρα, και τόνgι πάν εννιά μήνες, να ποίκα ένα παιδί και ένα κορίτσ̑'
(Μακάρι να παντρευόμουν το γιο του βασιλιά, και μόλις πέρναγαν 9 μήνες, να γεννούσα ένα γιο και μιά κόρη)
Τελμ.
-Dawk.
Ας έπ'κα ερυό φσ̑έγια, ένα παιρί κι ένα κορίσ'
(Ας έκανα δυό παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Τ’ βασ̑ιλιού το παιγί ας το σεβdά τ’ χασταλανdι̂́ζ̑'
(Ο γιός του βασιλιά από τον έρωτά του αρρωσταίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπεγέν'σε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισ̑αχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαdραζαμιού 'ναι, για ότσ̑ινα γκρεύεις
(Διάλεξε ένα παλληκάρι για άντρα σου, είτε είναι γιος βασιλιά, είτε είναι γιος στρατηγού, είτε όποιον θέλεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μάνα, αμ bοίκεις παιγί, σ̑τήξε μαβί μπαϊράχ', κι αμ bοίκεις κορίτσ̑', σ̑τήξε άΧλο
(Μάνα, αν γεννήσεις αγόρι, σήκωσε μπλε σημαία, κι αν γεννήσεις κορίτσι, σήκωσε κόκκινη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασά ιννιά μήνες ύστερα, βασ̑ιλιού ναίκα ποίκεν 'να κορίτζ' και βεζυριού ναίκα ένα παιδί
(Μετά από εννιά μήνες, η γυναίκα του βασιλιά γέννησε ένα κορίτσι, και η γυναίκα του βεζύρη ένα αγόρι)
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
T' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς στον άντρα ντεν ντο ντίν', και τ' αγαπά το παιγί τ' στο ντιάσκαλε ντεν ντο γιολ-λανdι̂́ζ̑'
(Όποιος αγαπά το κορίτσι του δεν το δίνει σε άντρα, και όποιος αγαπά το παιδί του δεν το στέλνει στον δάσκαλο˙ Αναφορά στο ότι παλιότερα πολλές σύζυγοι και πολλοί μαθητές κακοπερνούσαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Αbρός κόρη, πίσου τ' παιρί, παγαίνουσ̑ι στσ̑ης χάλας τους
(Μπροστά η κόρη, πίσω ο γιος, πηγαίνουν στης θείας τους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χήρα παιδίν εγέννησε, χήρα παιδίν εποίκε
(Μιά χήρα γέννησε γιό, μιά χήρα έκανε ένα γιό)
Καππ.
-Αλεκτ.
Σαν την μάνα, σαν την μάνα, και σαν εκεί την μάνα
που είχε τα τρία παιδιά και μιάνα θυγατέρα (Σαν την μάνα, σαν την μάνα, και σαν εκείνη τη μάνα
που είχε τρεις γιούς και μια κόρη) Σινασσ. -Lag. Συνών. κουλάκι :3, παιδίτσι, φσάχι :2
που είχε τα τρία παιδιά και μιάνα θυγατέρα (Σαν την μάνα, σαν την μάνα, και σαν εκείνη τη μάνα
που είχε τρεις γιούς και μια κόρη) Σινασσ. -Lag. Συνών. κουλάκι :3, παιδίτσι, φσάχι :2
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025