ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντελικανής (ουσ. αρσ.) ντελίqανλου [deʹliqanlu] Φλογ. ντελίκαν-νι̂ [deˈlikannɯ] Ουλαγ. ντελίgαν-νî [deˈligannɯ] Μαλακ., Ουλαγ. ντελίγαν-νι̂ [deˈliɣannɯ] Αραβαν., Μαλακ. ντελίγανους [deˈliɣanus] Μισθ., Σεμέντρ. ντελικανούς [delikaˈnus] Φάρασ. ντελιgανούς [deligaˈnus] Φάρασ. ντελιγάνους [deliˈɣanus] Σίλ. ντελίqανου [deˈliqanu] Αραβαν., Σίλατ. ντελίγανου [deˈliɣanu] Σίλ. νταλίγανο [daˈliɣano] Μισθ. τελιγανούς [teliɣaˈnus] Φάρασ. τελ’γαν-νούς [telɣaˈnnus] Φάρασ. τελεγανούς [teleɣaˈnus] Φάρασ. τελίγαγνε [teˈliɣaɣne] Φερτάκ. τελίγαγλ’ [teˈliɣaɣl] Φερτάκ. Θηλ. τελ’γαν-νούσσα [telɣaˈnnusa] Φάρασ. Πληθ. ντελιγαννούδια [deliɣanˈnuðʝa] Μαλακ. τελιqανλούδια [teliqanˈluðʝa] Φλογ. τελεκανούδια [telekaˈnuðʝa] Φλογ. νταλιγανούια [daliɣaˈnuʝa] Τσαρικ. νταλίγανα [daˈliɣana] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. delikanlı = νεαρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. delikanı, deliğanlı. Η λ. και Κρήτ., Πόντ.
1. Νεαρός άντρας ό.π.τ. : Το κορίτσ̑' ντράν'σε κι, ήρτε ένα γκιοζέλ ντελίκαν-νι̂ (Το κορίτσι είδε ότι ήρθε ένα όμορφο παλληκάρι) Ουλαγ. -Κεσ. Ένdουνε δεκαπένdε χρονώ αν ντελιqανούς (Έγινε δεκαπέντε χρονών παλληκάρι) Φάρασ. -Dawk. Dά γιορόνια βέρα γκα̈λα̈́τσιβαν τσι ντα νταλίγανουγια άκουναν (Οι ηλικιωμένοι συνέχεια μιλούσαν και οι νέοι άκουγαν) Μισθ. -Κοτσαν. Εγ' ωζ ήμουν ντελίqανου, αφέντζ̑ης μου φορτώνισ̑κε με με τα γουμάρια (Εγώ, όταν ήμουν (ένα) νεαρό (καμήλι), το αφεντικό μου με φόρτωνε με φορτία) Μισθ. -Dawk. Α γέρος ήτουνε 'κατώ χρονώ· πήγε να 'νεί ντελιgανούς (Ένας γέρος ήταν 100 χρονών· πήγε να γίνει νέος) Φάρασ. -Dawk. Δύο τελιqανλούδια παίρισ̑καν σα χέρα τ'νε ένα ράμμα και παίνισ̑καν σο κοιμούνdαι σπιτιού το κάπνη (Δύο νέοι έπαιρναν στα χέρια τους ένα σκοινί και πήγαναν στην καπνοδόχο του σπιτιού όπου κοιμούνται) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σωρώφταν ούλα ντα νταλίγανα, πλατέα γιoμώχη (Mαζεύτηκαν όλοι οι νέοι, η πλατεία γέμισε) Μισθ. -Μακρ. Το φσ̑όκκο μο τ’ άβγο του ηύξησαν ταρνά τσ̑’ ενότουν ατσ̑είνος α ζόρι τελιγανούς τσ̑αι τ΄ άβγον ντου α ζόρι άβγο (Το παιδί με το άλογό του μεγάλωσαν γρήγορα και έγινε εκείνος ένα ωραίο παλληκάρι και το άλογό του ένα ωραίο άλογο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. παλληκάρι
2. Ως επίθ., νεαρός, όχι μεγάλος σε ηλικία Σίλ., Φερτάκ. : Σωρεί ότσ̑ι 'εναίκα μι τἔνα ντελιγάνου παιρί γκαλατζ̑εύγει (Βλέπει ότι η γυναίκα του μιλά με έναν νεαρό αγόρι) Σίλ. -Dawk. Ναίκα τ' ακ͑όμ' ήτ͑ον τελίγαγνε (Η γυναίκα του ήταν ακόμη μικρή) Φερτάκ. -Thumb Συνών. γκέντσι :1