ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεγντιρντώ (ρ.) ντεγντιρντώ [deɣdirˈdo] Φλογ. Παρατατ. ντεγντίρντανα [deɣˈdirdana] Φλογ. Αόρ. ντεγντίρσα [deɣˈdirsa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. değdirmek (αόρ. değdirdi) = α) αγγίζω, έρχομαι σε επαφή β) χτυπώ με δύναμη.
Ρίχνω το ξύλο μου κατά την διάρκεια του παιχνιδιού φότας προκειμένου να χτυπήσω το φέσι που έχει τεθεί ως σκοπόσημο