ντεγντιρντώ
(ρ.)
ντεγντιρντώ
[deɣdirˈdo]
Φλογ.
Παρατατ.
ντεγντίρντανα
[deɣˈdirdana]
Φλογ.
Αόρ.
ντεγντίρσα
[deɣˈdirsa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. değdirmek (αόρ. değdirdi) = α) αγγίζω, έρχομαι σε επαφή β) χτυπώ με δύναμη.
Ρίχνω το ξύλο μου κατά την διάρκεια του παιχνιδιού φότας προκειμένου να χτυπήσω το φέσι που έχει τεθεί ως σκοπόσημο