ντεβσιρμέ
(ουσ. ουδ.)
ντεβσιρμέ
[devsirˈme]
Σινασσ.
ντεσιρμέ
[desirˈme]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. devşirme = παιδομάζωμα, όπου και τύπ. deşirme.
Παιδομάζωμα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025