ντεβετζής
(ουσ. αρσ.)
ντεβεdζ̑ής
[deveˈdʒis]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
ντεβετζή
[deveˈdzi]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ.
τεβεdζή
[teveˈdzi]
Τροχ.
ντεβετσής
[deveˈtsis]
Μισθ.
ντα̈βα̈τζής
[dævæˈdzis]
Μισθ.
Πληθ.
ντεβεdζ̑ήδοι
[deveˈdʒiði]
Μαλακ.
ντεβεdζ̑ήρε
[deveˈdʒire]
Γούρδ.
νταβατζοί
[davaˈdzi]
Τσαρικ.
ντεβεdζ̑ία
[deveˈdʒia]
Μισθ., Ουλαγ.
ντα̈βα̈τζία
[dævæˈdzia]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. deveci = καμηλιέρης.
Καμηλιέρης
ό.π.τ.
:
Ήρτεν ένα ντεβεdζ̑ής, έχ' και τρία καμbήλια
(Ήρθε ένας καμηλιέρης, έχει και τρία καμήλια)
Φλογ.
-Dawk.
Απεκεί πέρνασε ντεβεdζ̑ήρε, και είραν το κορίσ̑'
(Από εκεί πέρασαν καμηλιέρηδες, και είδαν το κορίτσι)
Γούρδ.
-Dawk.
Έdεκάν ντο ντα ντεβεdζ̑ία
(Το έδωσαν, ενν. το κορίτσι, στους καμηλιέρηδες)
Ουλαγ.
-Dawk.
'ς πατρίδα ερόδαν ντεβετσία, φέριξαν 'ντάμα τ'νι ένα ναέλ' πράμαδα
(Στην πατρίδα ερχόταν καμηλιέρηδες και έφερναν μαζί ένα σωρό πράγματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'Tουν ερόδαν ντα̈βα̈τζία, φέριξαν τάμα τ'νι ένα γαζά πραμάτειες
(Όταν έρχονταν καμηλιέρηδες, έφερναν μαζί τους ένα σωρό πράγματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέρνασαν οι νταβατζοί, στάχαν τα καμπήλια
(Πέρασαν οι καμηλιέρηδες, στάθηκαν οι καμήλες)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
καμηλάρης, καμηλάτης