ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταχά (επίρρ.) νταχά [daˈxa] Αξ., Αραβαν., Τελμ. νταά [daˈa] Ουλαγ., Σεμέντρ. Από το τουρκ. επίρρ. daha = περισσότερο, όπου και διαλεκτ. τύπ. dağa (THADS, λ. dağa II).
Περισσότερο, πιο ό.π.τ. : Ασ' άλλα σα δυο νταχά γκϋζέλ 'τον (Από τις άλλες τις δύο ήταν πιο όμορφη) Τελμ. -Dawk. Ατό νταά καλό 'ναι (Αυτός είναι πιο καλός) Ουλαγ. -Κεσ. Νταά καλό με κοιμήα (Πιο καλά, ενν. θα ήταν, να μην κοιμόμουν) Ουλαγ. -Κεσ.