νταχά
(επίρρ.)
νταχά
[daˈxa]
Αξ., Αραβαν., Τελμ.
νταά
[daˈa]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Από το τουρκ. επίρρ. daha = περισσότερο, όπου και διαλεκτ. τύπ. dağa (THADS, λ. dağa II).
Περισσότερο, πιο
ό.π.τ.
:
Ασ' άλλα σα δυο νταχά γκϋζέλ 'τον
(Από τις άλλες τις δύο ήταν πιο όμορφη)
Τελμ.
-Dawk.
Ατό νταά καλό 'ναι
(Αυτός είναι πιο καλός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Νταά καλό με κοιμήα
(Πιο καλά, ενν. θα ήταν, να μην κοιμόμουν)
Ουλαγ.
-Κεσ.