ντασαχλούς
(επίθ.)
ντασαχλούς
[dasaˈxlus]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. taşaklı = α) αυτός που έχει όρχεις β) ανδρείος.
Πβ.
ντασάχι
Ως χαρακτηρισμός για άνδρα, βαρβάτος
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025