ντάσκουμεσι
(ουσ. ουδ.)
ντάσ̑κουμεσι
[ˈdaʃkumesi]
Μαλακ.
Πιθ. από την φρ. taş kümesi = σωρός από πέτρες.
Έντονος λιθοβολισμός
Μαλακ.