ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντάτι (ουσ. ουδ.) τάτι [ˈtati] Φάρασ. ντάτ' [dat] Αξ., Μαλακ., Μισθ. ντάdζι [ˈdadzi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. tat = γεύση, όπου και διαλεκτ. τύπ. dat.
1. Γεύση Μαλακ., Μισθ. : Ντεν έχ' ντάτ' ιτό ντου φαΐ (Δεν έχει γεύση αυτό το φαγητό) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Η γλύκα, η νοστιμιά Αξ., Φάρασ. : Τ' στομάτι' μ' το ντάτ' (Tου στόματός μου η γλύκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Ουσία Σίλ.