ντάτι
(ουσ. ουδ.)
τάτι
[ˈtati]
Φάρασ.
ντάτ'
[dat]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
ντάdζι
[ˈdadzi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. tat = γεύση, όπου και διαλεκτ. τύπ. dat.
1. Γεύση
Μαλακ., Μισθ.
:
Ντεν έχ' ντάτ' ιτό ντου φαΐ
(Δεν έχει γεύση αυτό το φαγητό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Η γλύκα, η νοστιμιά
Αξ., Φάρασ.
:
Τ' στομάτι' μ' το ντάτ'
(Tου στόματός μου η γλύκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Ουσία
Σίλ.