ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντασάχι (ουσ. ουδ.) ντασ̑άχ' [daˈʃax] Ανακ., Αραβ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ. ντασ̑ά [daˈʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. taşak = όρχις, όπου και διαλεκτ. τύπ. daşak (Eren 1999: λ. taşak, Tietze 2016: λ. daşak).
1. Όρχις ό.π.τ. : Αν βγάλλισκαμ’ σο λαχτύλ’ μας γουλμπασί, βάλλισ̑καμ’ σκυλιού τα ντασάχια (Αν βγάζαμε στο δάχτυλό μας σπυρί, βάζαμε απάνω αρχίδια σκύλου) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Παππού, έχου τσ̑ι ντασ̑άχια, έχου τσ̑ι γιαζι̂́χ' απ'κάτ' (Παππού, έχω και αρχίδια, έχω και παλούκι από κάτω) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Παίρνου ντασάχ̇ια (Παίρνω αρχίδια˙ Καταστρέφομαι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γιαρούλ'σαν του Θεγού τα ντασ̑άχια (Σκίστηκαν τ' αρχίδια του Θεού˙ Έπιασε δυνατή βροχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αχαμνός, αρχίδι
2. Ως επίκληση χωρίς υβριστ. σημ., Ρε συ, ρε μαλάκα : Έο, γαϊdουριού ντασ̑ά! Τι γένης; (Ρε συ, που χάθηκες;) Μισθ. -Κωστ.Μ.