ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταραλτίζω (ρ.) νταραλτσίζου [daralˈtsizu] Σίλ. ταρταΐζω [tartaˈizo] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. daraltmak = κάνω κάτι να στενέψει, πβ. daralmak = γίνομαι στενός, στενεύω.
Στενεύω κάτι ό.π.τ. : Tαρτάισα το σ̑αλβάρ' (Στένεψα το σαλβάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812