ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντανισεύω (ρ.) ντανισ̑εύω [daniˈʃevo] Σίλ. Παθ. ντανισ̑εύομαι [daniˈʃevome] Φάρασ. τανισ̑εύομαι [taniˈʃevome] Φάρασ. τανισ̑εύουμι [taniˈʃevumi] Φάρασ. Αόρ. ντανισ̑εύτα [daniˈʃefta] Φάρασ. ντανισ̑ευτώ [daniʃeˈfto] Φάρασ. τανισ̑ευτώ [taniʃeˈfto] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. danışmak = συμβουλεύομαι, συνεδριάζω, συζητώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. tanışmak (TSS, λ. danışmak), και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο μεσοπαθ. τύπ. πιθ. κατ' επίδρ. του ελλ. συμβουλεύομαι.
Συμβουλεύομαι ό.π.τ. : Παγαίνει, ντανισ̑εύει του χότζα (Πηγαίνει, συμβουλεύεται το χότζα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήρταμε να σε ιδούμε, να σε τανισ̑ευτούμε (Ήρθαμε να σε δούμε, να σε συμβουλευτούμε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. ’πό πίσου μας τζ̑’ α μες δώσει, σαϊτιέσαμ’ τα τσ̑αι τανισ̑εύταμ’ τα τεγί (Πισώπλατα δεν θα μας χτυπήσει, γιατί τον υπολογίσαμε και τον συμβουλευτήκαμε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Συνών. ντανιστίζω