νταμάχι
(ουσ. ουδ.)
νταμάχ'
[daˈmax]
Ανακ.
ταμάχ̇ι
[taˈmaxi]
Φάρασ.
τ͑αμάχ'
[tʰaˈmax]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. damak = α) ουρανίσκος β) αγκίστρι, γ) διαλεκτ., ασθένεια της υπερώας των ιπποειδών, όπου και διαλεκτ. τύπ. damah, tamak και tamah.
1. Ουρανίσκος
Ανακ.
2. Εξόγκωμα στον ουρανίσκο αλόγου ή γαϊδουριού
Φάρασ.
3. Ούλο
Φλογ.
:
Κάτω μ' ταμάχ'
(Τα κάτω ούλα μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812