νταλγούνι
(επίθ.)
νταλγούν'
[dalʹɣun]
Μισθ.
ταλγούνι
[talˈɣuni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. dalgın (< παλ. τουρκ. tal-) = α) απορροφημένος, αφηρημένος β) αναίσθητος, σε κώμα.