νταϊλού
(ουσ. ουδ.)
νταϊλού
[daiʹlu]
Μαλακ., Σινασσ.
ταϊλού
[taiˈlu]
Σινασσ.
Πληθ.
νταϊλούδια
[daiˈluðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. daylı = μεγάλο πρήξιμο, πόνος, είδος ασθένειας των ζώων (THADS, λ. daylı ΙΙ).
Οίδημα στους αδένες του λαιμού
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Να βγάλεις νταϊλούδια
(Να βγάλεις οιδήματα˙ αρά)
Μαλακ., Σινασσ., Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
γιανίγαρας, γουλαντούρα, ιλαντζίκ