ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταϊλού (ουσ. ουδ.) νταϊλού [daiʹlu] Μαλακ., Σινασσ. ταϊλού [taiˈlu] Σινασσ. Πληθ. νταϊλούδια [daiˈluðʝa] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. daylı = μεγάλο πρήξιμο, πόνος, είδος ασθένειας των ζώων (THADS, λ. daylı ΙΙ).
Οίδημα στους αδένες του λαιμού ό.π.τ. : || Φρ. Να βγάλεις νταϊλούδια (Να βγάλεις οιδήματα˙ αρά) Μαλακ., Σινασσ., Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. γιανίγαρας, γουλαντούρα, ιλαντζίκ