νταγιτεύω
(ρ.)
ταγουτεύω
[taɣuˈtevo]
Μπέηκ.
Από το τουρκ. ρ. dağıtmak= α) μοιράζω, διανέμω β) διασκορπίζω γ) διαλύω και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Διασκορπίζω, διαμοιράζω
:
Στάχαμ' 5-6 μέρες κι από κει ταγούτευσάν μας
(Μείναμε 5-6 μέρες κι αποκεί μας σκόρπισαν (ενν. σε διάφορες προσφυγικές εγκαταστάσεις))
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β