ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιτεύω (ρ.) ταγουτεύω [taɣuˈtevo] Μπέηκ. Από το τουρκ. ρ. dağıtmak= α) μοιράζω, διανέμω β) διασκορπίζω γ) διαλύω και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Διασκορπίζω, διαμοιράζω : Στάχαμ' 5-6 μέρες κι από κει ταγούτευσάν μας (Μείναμε 5-6 μέρες κι αποκεί μας σκόρπισαν (ενν. σε διάφορες προσφυγικές εγκαταστάσεις)) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β