ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγαντίζω (ρ.) νταγαdίζου [daɣaˈdizu] Μισθ. Προστ. Πληθ. νταγαdίσετ' [daɣaˈdiset] Μισθ. Αόρ. ταϊάτ'σα [taˈjatsa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. dayamak = στηρίζω.
Στηρίζω, υποβαστάζω, στήνω σε όρθια θέση ό.π.τ. : Νταγαdίσετ', σελαΐσετ' τα μέσα τ' (Πιάστε, τινάξτε την μέση της) Μισθ. -Κωστ.Μ. Tαϊάτ'σες το χαρτσ̑ικά σο κοσέ (Έστησες την σχάρα του ταντουριού στη γωνία) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Κρέουμ' λίου κούντημα, να μας ρίψ' να πέσουμ', αλλά τσ̑είνdι ιτούρα, γιάνι νταγαντίζουν μας οι Ευρωπαίοι (Θέλουμε λίγο σπρώξιμο, να μας ρίξει να πέσουμε, αλλά είναι αυτοί, τάχα μας στηρίζουν οι Ευρωπαίοι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κουρντίζω, ντικτώ