νταβετλαντίζω
(ρ.)
νταβατλαΐζου
[davatlaˈizu]
Μισθ.
νταβατλαντώ
[davatlanˈdo]
Σεμέντρ.
Aπό το ουσ. νταβέτι και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Προσκαλώ σε γεύμα, παραθέτω γεύμα
ό.π.τ.
:
Να πάρεις λίγο κιριάς να νταβατλαντήσουμ’ το βαβά μ’
(Να πάρεις λίγο κρέας να προσκαλέσουμε τον πατέρα μου)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Ναίκα μ', έχουμ' χωρανούς μαστόρ', λε, πήριν ντυό ορνίχια να α νταβατλαΐσ'
(Η γυναίκα μου, έχουμε μαστόρους από άλλο χωριό, λέει, πήρε δύο κότες να τους τραπεζώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιμείς μ' ένα αργιαλού φαΐ τσ̑ι μ' ένα σουγγάτους νταβατλάιζαμ'
(Εμείς με μιά σούπα αριάνι και ένα σφουγγάτο προσφέραμε τραπέζι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ