ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταβετλαντίζω (ρ.) νταβατλαΐζου [davatlaˈizu] Μισθ. νταβατλαντώ [davatlanˈdo] Σεμέντρ. Aπό το ουσ. νταβέτι και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Προσκαλώ σε γεύμα, παραθέτω γεύμα ό.π.τ. : Να πάρεις λίγο κιριάς να νταβατλαντήσουμ’ το βαβά μ’ (Να πάρεις λίγο κρέας να προσκαλέσουμε τον πατέρα μου) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Ναίκα μ', έχουμ' χωρανούς μαστόρ', λε, πήριν ντυό ορνίχια να α νταβατλαΐσ' (Η γυναίκα μου, έχουμε μαστόρους από άλλο χωριό, λέει, πήρε δύο κότες να τους τραπεζώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ιμείς μ' ένα αργιαλού φαΐ τσ̑ι μ' ένα σουγγάτους νταβατλάιζαμ' (Εμείς με μιά σούπα αριάνι και ένα σφουγγάτο προσφέραμε τραπέζι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ