νταγιαχλατίζω
(ρ.)
ταγιαχλατίζω
[taʝaxlaˈtizo]
Φάρασ.
ταγιαχλατώ
[taʝaxlaˈtο]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. dayaklamak = στηρίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dayahlamak.
Στηρίζω
ό.π.τ.