νταγαρτζόχι
(ουσ. ουδ.)
νταγαρτζ̑όχ̇ι
[daɣar'dʒoxi]
Φάρασ.
ταγαρτζ̑όχ̇ι
[taɣar'dʒoxi]
Φάρασ.
νταγαρτζίκ
[daɣar'dzik]
Μισθ.
ταγαρτζ̑ίκ'
[taɣarˈdʒik]
Φλογ.
Μεσν. ουσ. νταγαρτζούκι και ταγαρτζούκι, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. dağarcık = ταγάρι (Shurukov 2015: 224), όπου και διαλεκτ. τύπ. dağarcuh και tağarcık. Η λ. σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 79).
Ταγάρι
ό.π.τ.
:
Έμbασέν ντα σο νταγαρτζ̑όχ̇ι 'πέσου
(Τον έβαλε μέσα στο ταγάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Φτσ̑αίρσε το νταγαρτζ̑όχι ση μέση
(Άδειασε το ταγάρι μέσ' στη μέση)
Φάρασ.
-Dawk.
Φορτώθη το νταγαρτζ̑όχ̇ι ση ράσ̑ην ντου
(Φορτώθηκε το ταγάρι στην ράχη του)
Φάρασ.
-Dawk.
Σάμου δίκους τζαντζία, δίκους μαχαιριού τζαι δίχους ταγαρτζόχου πιτάνgα σας, τζάπι παγιένκετε, βρεσκίνκετε α λειψάδι;
(Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων μή τινος ὑστερήσατε;» Εὐαγγ. Λουκ. 22.35)
Φάρασ.
-Lag.