νταγαρτζοχόκκο
(ουσ. ουδ.)
νταγαρτζ̑οχόκ-κο
[daɣardʒoˈxokkο]
Φάρασ.
Από το ουσ. νταγαρτζόχι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό ταγάρι
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025