νταγαρτζοχόκκο
(ουσ. ουδ.)
νταγαρτζ̑όχοκ-κο
[daɣardʒoˈxokkο]
Φάρασ.
Από το ουσ. νταγαρτζόχι, όπου και τύπ. νταγαρτζ̑όχι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Το μικρό ταγάρι