νταγιλντίζω
(ρ.)
νταγι̂λντι̂́ζω
[daɣɯlˈdɯzo]
Αξ., Μαλακ., Τροχ.
νταγι̂λντίζου
[daɣɯlˈdizu]
Μισθ.
νταγουλντίζου
[daɣulˈdizu]
Μισθ.
νταγι̂λντώ
[daɣɯlˈdo]
Ουλαγ., Φλογ.
ταγι̂λτώ
[taɣɯlˈto]
Φλογ.
νταγουλντώ
[daɣulˈdo]
Μισθ.
Αόρ.
νταγι̂́λτ'σα
[daˈɣɯltsa]
Μισθ., Τροχ.
νταγι̂́λσα
[daˈɣɯlsa]
Γούρδ., Φλογ.
νταγούλτ'σα
[daɣulˈtsa]
Μισθ.
νταγι̂́λτζησα
[daˈɣɯldzisa]
Σίλ.
μαγΰλτ'σα
[maˈʝyltsan]
Τροχ.
Προστ. Εν.
νταγι̂́λντα
[daˈɣɯlda]
Μισθ.
Μτχ.
νταγουλντισμένου
[daɣuldiˈzmenu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. dağılmak (αόρ. dağildı) = διασκορπίζομαι, διαχωρίζομαι.
1. Διασκορπίζομαι
ό.π.τ.
:
Κοϊκόνός κράζ̑' και ντιαβόλ' νταγι̂λντι̂́ζ'νε
(Ο πετεινός κράζει και οι δαίμονες διασκορπίζονται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρουνdαι δασκάλ', νταγι̂λντούν τα φσ̑άχα
(Έρχονται οι δάσκαλοι, διασκορπίζονται τα παιδιά)
Φλογ.
-Dawk.
Σόνgρα νταγλσαν άγιοζγια
(Ύστερα οι άγιοι διασκορπίστηκαν)
Γούρδ.
-Dawk.
Έπιασ̑ι εγλενdζήσασ̑’ κι υστέρ’ νταγΐλτζησασ̑ι
(Έπιασαν το γλέντι και μετά διασκορπίστηκαν στα σπίτια τους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Κόσμος τρώγ'-πίν' και ταγι̂λτά, και αβούτσα τελειών' το γάμος
(Ο κόσμος τρωγοπίνει και σκορπίζεται και έτσι τελειώνει ο γάμος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Διαλύομαι
Μισθ., Σίλ., Φλογ.
:
Μι ντου ντοκούστημα νταγούλτ'σ̑ιν
(Με το τρακάρισμα διαλύθηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
D΄ αραμπά τσείδι νταγουλντισμένου
(Το κάρο είναι κομμάτια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άμα νταγουλντίσ' ντου λάι σου λερό, τσ̑όδι από μάτ' τσ̑είδι
(Αν διαλυθεί το λάδι στο νερό, τότε από μάτιασμα είναι (κάποιος άρρωστος))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αυτό dου σπίτσ̑ι νταγι̂́λτζησι
(Αυτό το σπίτι ρήμαξε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Μτφ., για συναισθήματα, διασκεδάζομαι
Αραβαν.
:
Εκεί σο άβ' παίνισ̑κε και πατισ̑άχος, να νταγι̂λντι̂́σ̑' λίγο το μεράχι̂ τ' ντεγί
(Εκεί στο κυνήγι πήγαινε και ο βασιλιάς, να διασκεδάσει λίγο τη στεναχώρια του
)
Αραβαν.
-Φωστ.
3. Σχολάω
Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Νταγι̂́λτ’σαν τα παιδιά του σκολειού
(Σχόλασαν τα παιδιά του σχολείου)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Ταγι̂́λταναν το δουλειά
(Σχόλαγαν από την δουλειά)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Νεκκλησ̑ά νταγούλτ'σιν
(H εκκλησία σχόλασε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
βγαίνω