ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιλντίζω (ρ.) νταγι̂λντι̂́ζω [daɣɯlˈdɯzo] Αξ., Μαλακ., Τροχ. νταγι̂λντίζου [daɣɯlˈdizu] Μισθ. νταγουλντίζου [daɣulˈdizu] Μισθ. νταγι̂λντώ [daɣɯlˈdo] Ουλαγ., Φλογ. ταγι̂λτώ [taɣɯlˈto] Φλογ. νταγουλντώ [daɣulˈdo] Μισθ. Αόρ. νταγι̂́λτ'σα [daˈɣɯltsa] Μισθ., Τροχ. νταγι̂́λσα [daˈɣɯlsa] Γούρδ., Φλογ. νταγούλτ'σα [daɣulˈtsa] Μισθ. νταγι̂́λτζησα [daˈɣɯldzisa] Σίλ. μαγΰλτ'σα [maˈʝyltsan] Τροχ. Προστ. Εν. νταγι̂́λντα [daˈɣɯlda] Μισθ. Μτχ. νταγουλντισμένου [daɣuldiˈzmenu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. dağılmak (αόρ. dağildı) = διασκορπίζομαι, διαχωρίζομαι.
1. Διασκορπίζομαι ό.π.τ. : Κοϊκόνός κράζ̑' και ντιαβόλ' νταγι̂λντι̂́ζ'νε (Ο πετεινός κράζει και οι δαίμονες διασκορπίζονται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έρουνdαι δασκάλ', νταγι̂λντούν τα φσ̑άχα (Έρχονται οι δάσκαλοι, διασκορπίζονται τα παιδιά) Φλογ. -Dawk. Σόνgρα νταγλσαν άγιοζγια (Ύστερα οι άγιοι διασκορπίστηκαν) Γούρδ. -Dawk. Έπιασ̑ι εγλενdζήσασ̑’ κι υστέρ’ νταγΐλτζησασ̑ι (Έπιασαν το γλέντι και μετά διασκορπίστηκαν στα σπίτια τους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Κόσμος τρώγ'-πίν' και ταγι̂λτά, και αβούτσα τελειών' το γάμος (Ο κόσμος τρωγοπίνει και σκορπίζεται και έτσι τελειώνει ο γάμος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Διαλύομαι Μισθ., Σίλ., Φλογ. : Μι ντου ντοκούστημα νταγούλτ'σ̑ιν (Με το τρακάρισμα διαλύθηκε) Μισθ. -Κοτσαν. D΄ αραμπά τσείδι νταγουλντισμένου (Το κάρο είναι κομμάτια) Μισθ. -Κοτσαν. Άμα νταγουλντίσ' ντου λάι σου λερό, τσ̑όδι από μάτ' τσ̑είδι (Αν διαλυθεί το λάδι στο νερό, τότε από μάτιασμα είναι (κάποιος άρρωστος)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αυτό dου σπίτσ̑ι νταγι̂́λτζησι (Αυτό το σπίτι ρήμαξε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
β. Μτφ., για συναισθήματα, διασκεδάζομαι Αραβαν. : Εκεί σο άβ' παίνισ̑κε και πατισ̑άχος, να νταγι̂λντι̂́σ̑' λίγο το μεράχι̂ τ' ντεγί (Εκεί στο κυνήγι πήγαινε και ο βασιλιάς, να διασκεδάσει λίγο τη στεναχώρια του ) Αραβαν. -Φωστ.
3. Σχολάω Μισθ., Τροχ., Φλογ. : Νταγι̂́λτ’σαν τα παιδιά του σκολειού (Σχόλασαν τα παιδιά του σχολείου) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Ταγι̂́λταναν το δουλειά (Σχόλαγαν από την δουλειά) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Νεκκλησ̑ά νταγούλτ'σιν (H εκκλησία σχόλασε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. βγαίνω