ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταής (ουσ. αρσ.) νταής [daˈis] Αξ., Μισθ., Τροχ., Φλογ. ταγής [taˈʝis] Σίλ., Σινασσ., Φλογ. ταγι̂́ [taʹɣɯ] Μαλακ. ταής [ˈtais] Αραβ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. ντεγή [deˈʝi] Αξ. ντεή [deˈi] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. ντέη [ˈdei] Τσαρικ. Πληθ. ταήδε [taˈiðe] Φλογ. ταγήδοι [taˈɣiði] Μαλακ. νταήοι [daʹii] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. dayı = α) θείος εκ μητρός β) ως λαϊκή λ., προστάτης γ) μάγκας, νταής. Ο τύπ. ντέη με αναβιβασμό τόνου στην κλητ.
1. Θείος από την πλευρά της μητέρας ό.π.τ. : Παιρί λαγεί τα ταγής του ότσι τούτος έν' αδελφού του γιος (Ο νεαρός το λέει στον θείο του ότι αυτός (ο ίδιος) είναι ο γιος του αδελφού του) Σίλ. -Αρχέλ. Μι ντου νταή μ' 'ντάμα παίνιξα σου λάσιμου (Μαζί με τον θείο μου πήγαινα στο όργωμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ετάς έν ο ταγής, φίλα σ̑έρ', νά ο πεθερός, μούλλω! (Αυτός είναι ο θείος, φίλα του το χέρι, αυτός είναι ο πεθερός, κάνε σιωπή!) Σινασσ. -Λεύκωμα Aσ' ση νεκκλησ̑ά ύστερα τέλαζαν το ζευγάρι σα ταήδε τ', προσ̑κύναναν και παίρισ̑καν τα δώρα (Μετά την εκκλησία, το ζευγάρι πέρναγε από τους θείους του, έδιναν τα σέβη τους και έπαιρναν τα δώρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο» (Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Από τον θείο Νικόλα μιά αγελάδα (δώρο)") Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Νταή μ᾽ Νικόλας τσ̑είντι απ' του λούβα μ᾽ Λαζαρη καλό (Ο πατρικός θείος μου Νικόλας είναι πιο καλός από μητρικό θείο μου Λάζαρο) Μισθ. -Φατ. Νταή μ' Κωσταήνης χάην (Ο θείος μου ο Κωνσταντίνος πέθανε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ε, ντα νταήοι τ' κρεύιξαν να φύγ'νι (Ε, οι θείοι του ήθελαν να φύγουνε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Νταή μ' κόρ' (Κόρη του θείου μου˙ εξαδέλφη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αμμής, θείος :1, λούβα
2. Προσφώνηση προς μεγαλύτερο Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. : Ένα μέρα ράν'σα ένα Μισιώτης, «Ντέη, πού να πας;» (Μια μέρα είδα ένα Μιστιώτη, «Θείε, πού πας;") Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Μόνα εγώ το ξέρω κι ο νταή-Σεραφείμης (Μόνο εγώ το ξέρω κι ο κυρ-Σεραφείμ) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. θείος :2, λούβα, τατάς :3
3. Παλληκαράς Μισθ. Συνών. καμπάνταης