νταλίκατζης
(ουσ. αρσ.)
νταλίκατζηδες
[daʹlikadziðes]
Αξ.
Από το ουσ. της κοινής ν.ε. νταλίκα και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Νταλικιέρης