νταμπλάς
(ουσ.)
ταμλάς
[tamˈlas]
Φάρασ.
νταμbλάς
[damˈblas]
Αφσάρ.
ταμbλάς
[tamˈblas]
Φάρασ.
νταμλάμ
[damˈlam]
Μαλακ.
Πληθ.
ταμλάμια
[tamˈlamɲa]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. ταμλάς (Μηνάς 2012: 297), το οπ. από το τουρκ. ουσ. damla (< παλ. τουρκ. ṭamlam) = σταγόνα με ανάπτ. [b] προς διευκόλυνση της άρθρωσης.
Σταγόνα
ό.π.τ.