ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταμπλάς (ουσ. αρσ.) ταμλάς [tamˈlas] Φάρασ. νταμbλάς [damˈblas] Αφσάρ. ταμbλάς [tamˈblas] Φάρασ. νταμλάμ [damˈlam] Μαλακ. Πληθ. ταμλάμια [tamˈlamɲa] Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. ταμλάς (Μηνάς 2012: 297), το οπ. από το τουρκ. ουσ. damla (< παλ. τουρκ. ṭamlam) = σταγόνα με ανάπτ. [b] προς διευκόλυνση της άρθρωσης.
Σταγόνα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025