νταμλαμιά
(ουσ. θηλ.)
νταμλαμιά
[damlaˈmɲa]
Μαλακ.
νταμλαχιά
[damlaˈça]
Σίλ.
νταbλαχιά
[dablaˈça]
Σίλ.
Από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. τύπ. damlam/tamlam = σταγόνα, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025