νταμλαμιά
(ουσ. θηλ.)
νταμλαμιά
[damlaˈmɲa]
Μαλακ.
νταμλαχιά
[damlaˈça]
Σίλ.
νταbλαχιά
[dablaˈça]
Σίλ.
Από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. τύπ. damlam/tamlam = σταγόνα, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Σταλαγματιά, σταγόνα
ό.π.τ.
:
Νια νταμλαχιά όιμα έπεσε νημόρι τζ’ απάνω
(Μιά σταγόνα αίμα έπεσε πάνω στον τάφο της)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ένα νταbλαχιά λάρι
(Μιά σταγόνα λάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6