ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταλγκάς (ουσ. αρσ.) νταλγκάς [dalˈgas] Μισθ., Φκόσ. ταλγάς [taˈlɣas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dalga (< παλαιότ. τουρκ. talkaġ ή talkan) = α) κύμα β) καλαμπούρι γ) εξαπάτηση δ) ναρκωτικό ε) παροδικός εραστής, όπου και διαλεκτ. τύπ. dalka (TSS, λ. dalka).
1. Κύμα Φάρασ., Φκόσ.
2. Σφοδρή επιθυμία, έντονος ερωτικός πόθος Μισθ. : Έχ' μέγα νταλγκά μι ντου σεμαϊμένου τ’ (Έχει μεγάλο ερωτικό πόθο για την αρραβωνιαστικιά του) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μεράκι Φάρασ.
4. Καλαμπούρι Φάρασ.