νταλγκάς
(ουσ. αρσ.)
νταλγκάς
[dalˈgas]
Μισθ., Φκόσ.
ταλγάς
[taˈlɣas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dalga (< παλαιότ. τουρκ. talkaġ ή talkan) = α) κύμα β) καλαμπούρι γ) εξαπάτηση δ) ναρκωτικό ε) παροδικός εραστής, όπου και διαλεκτ. τύπ. dalka (TSS, λ. dalka).
1. Κύμα
Φάρασ., Φκόσ.
2. Σφοδρή επιθυμία, έντονος ερωτικός πόθος
Μισθ.
:
Έχ' μέγα νταλγκά μι ντου σεμαϊμένου τ’
(Έχει μεγάλο ερωτικό πόθο για την αρραβωνιαστικιά του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Μεράκι
Φάρασ.
4. Καλαμπούρι
Φάρασ.