ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντάι (ουσ. ουδ.) ντάι [ˈdai] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. ντάγι [ˈdaʝi] Φάρασ. Πληθ. ντάιγια [ˈdaiʝa] Φάρασ. ντάια [ˈdaia] Τσουχούρ. ντάε [ˈdae] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tay = α) φορτίο ζώου β) αντίβαρο γ) διαλεκτ., τσουβάλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. day.
1. Σακκί, τσουβάλι ό.π.τ. : Του 'λευρού το νdάι (To σακκί του αλευριού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πααίνετε τζαι τρυπάτε τα νdάε 'ποπουκάτου (Πηγαίνετε και τρυπάτε τα σακκιά από κάτω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έθητσ̑ιν τσ̑αι δύου ντάια κοτσ̑ί πάνω του (Έβαλε και δύο σακκιά σιτάρι πάνω του) Τσουχούρ. -VLACH Είχαμ' σ' απέσου το κόμμα τα κοτσ̑ία μο τα ντάε, το 'λεύρι, το μπλεγούρι (Είχαμε στο μέσα δωμάτιο, δηλ. στην αποθήκη, τα σιτάρια με τα σακκιά, το αλεύρι, το πληγούρι) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Παροιμ. Κακά μη καdζ̑έφ'· έμbου σο νdάι (Kακά μη μιλάς· μπες στο σακκί, ενν. για να σε δείρουμε˙ οι κακολόγοι ή αθυρόστομοι τιμωρούνται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τσουβάλι, χαπικάς, χαράρι
2. Σακκίδιο, σακκούλι, ταγάρι Φάρασ. : Ποίτσ̑εν ντα αν ντάγι χρεία (Του έφτιαξε ένα σακκούλι με προμήθειες) Φάρασ. -Dawk. 'έμωσε αν ντάι λίρες (Γέμισε ένα σακκούλι με λεφτά) Φάρασ. -Dawk. Συνών. σακκούλα, τορβάς