ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαπικάς (ουσ.) χαπικάς [xapiˈkas] Αφσάρ. χαbιgάς [xabiˈgas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. heybe = δισάκκι για υποζύγιο (< αραβ. ḥaḳība(t)), όπου και παλ. τύπ. ḥaḳıybe και hegbe (Nişanyan 2002-2022: λ. heybe).
Σακκί ό.π.τ. : Το μόνα την gόρη έρ τα φέριτι, ένι σε σας α χαπικάς λίρι (Αν μου φέρετε την κόρη μου εδώ είναι ένα σακκί χρυσά φλουριά για σας) Αφσάρ. -Dawk. Να σε δώσω α χαbιgά αλτούνε, κανείνα μη ντα λες (Θα σου δώσω ένα σακκί χρυσές λίρες, σε κανένα μη τον πεις) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Κρέμασ' το χαπικά μο τα δύο 'φτάλμε σο δισώμι σου· τα κα που 'κους 'κόνdα τα μπρό σου τσ̑αι τα κάμε κόνdα τα πίσου (Κρέμασε το δισάκκι με τα δύο σακκιά του στον ώμο σου· τα καλά που ακούς ρίχνε τα μπροστά σου και τα κακά ρίχνε τα πίσω˙ Ας δίνουμε σημασία μόνο στα θετικά που λένε για εμάς και όχι στα αρνητικά) -Κελεκ. Συνών. ασκί, ντάι, σακκούλα, τορβάς, τσουβάλι