χαράζω
(ρ. απρόσ.)
χαράζει
[xaˈrazi]
Ανακ., Μισθ.
Αόρ.
χάραξεν
[ˈxaraksen]
Ανακ., Τζαλ.
χάραξιν
[ˈxaraksin]
Μισθ.
Από το νεότ. ρ. χαράζω, το οπ. από το αρχ. ρ. χαράσσω = α) ακονίζω β) δημιουργώ εγκοπές με αιχμηρό αντικείμενο.
Στο γ΄ εν., χαράζει, ξημερώνει
ό.π.τ.
:
Χάραξεν μέρα
(Χάραξε η μέρα, ξημέρωσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Ώρα τρία ξύπ’σιν ντου κορίτσ’, χάραξιν ανατολή
(στις τρεις η ώρα ξύπνησε το κορίτσι, χάραξε ανατολή· από άσμ. κατά το ντύσιμο της νύφης)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ασπρίζω, ξημερεύει :1, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, φωτίζω, αυγάζω