ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαράζω (ρ. απρόσ.) χαράζει [xaˈrazi] Ανακ., Μισθ. Αόρ. χάραξεν [ˈxaraksen] Ανακ., Τζαλ. χάραξιν [ˈxaraksin] Μισθ. Από το νεότ. ρ. χαράζω, το οπ. από το αρχ. ρ. χαράσσω = α) ακονίζω β) δημιουργώ εγκοπές με αιχμηρό αντικείμενο.
Στο γ΄ εν., χαράζει, ξημερώνει ό.π.τ. : Χάραξεν μέρα (Χάραξε η μέρα, ξημέρωσε) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Ώρα τρία ξύπ’σιν ντου κορίτσ’, χάραξιν ανατολή (στις τρεις η ώρα ξύπνησε το κορίτσι, χάραξε ανατολή· από άσμ. κατά το ντύσιμο της νύφης) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ασπρίζω, ξημερεύει :1, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, φωτίζω, αυγάζω