ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαπάνι (I) (ουσ. ουδ.) χαπ͑άνι [xaˈpʰani] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haban = μεγάλο μάλλινο ή λιναρένιο τσουβάλι (THADS, λ. hapan II).
Μεγἀλο σακκί για τα σιτηρά ή το αλεύρι ό.π.τ.