χαπάνι (I)
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑άνι
[xaˈpʰani]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haban = μεγάλο μάλλινο ή λιναρένιο τσουβάλι (THADS, λ. hapan II).
Μεγἀλο σακκί για τα σιτηρά ή το αλεύρι
ό.π.τ.