χανούτι
(ουσ. ουδ.)
χανούτι
[xaˈnuti]
Φάρασ.
Πληθ.
χανούτε
[xaˈnute]
Φάρασ., Φκόσ.
Πιθανώς σχετίζεται με το αρμεν. ουσ. hanut' (Dawkins 1916: 659). Εναλλακτικά, από το μεσν. ουσ. χανούτι (< οθωμ. τουρκ. hanut < αραβ. ḥanūt) = κατάστημα, εργαστήριο, πβ. και ν.ε. διαλεκτ. σημ. ‘σιδηρουργείο’.
1. Στον πληθ., τα σιδερένια εργαλεία του λιθοξόου
ό.π.τ.