ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμπαρτσής (ουσ.) χαbαρτσής [habar'tsis] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. haberci = α) αγγελιοφόρος β) προάγγελος γ) δημοσιογράφος.
Aγγελιοφόρος, αυτός που φέρνει την είδηση : Ήρτιν χαμπαρτσής, ας πάμ' να ντ' ακούσουμ' (Ήλθε αγγελιοφόρος, ας πάμε να τον ακούσουμε ) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. μουζντετζής