χαμπαρτσής
(ουσ.)
χαbαρτσής
[habar'tsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. haberci = α) αγγελιοφόρος β) προάγγελος γ) δημοσιογράφος.
Aγγελιοφόρος, αυτός που φέρνει την είδηση
:
Ήρτιν χαμπαρτσής, ας πάμ' να ντ' ακούσουμ'
(Ήλθε αγγελιοφόρος, ας πάμε να τον ακούσουμε )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
μουζντετζής