χανγκές
(αντων.)
χανgές
[xaŋˈɟes]
Φλογ.
Από την τουρκ. αντων. hangisi = ποιος.
Ποιος
:
Χανgές ας μαφτού τ’ τα παιδιά χαΐρ' δεν θωρεί;
(Ποιος δεν βλέπει χαρά από τα παιδιά του;)
Φλογ.
-Dawk.