ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμπαρσίζια (επίρρ.) χαbαρσΙζ̑ια [xabarˈsɯʒʝa] Ουλαγ. χαbαρτσ̑ούζε [xabarˈtʃuze] Φάρασ. χαbαρτσούζ̑ε [xabarˈsɯʒe] Φάρασ. χαbαρτσούζε [xabarˈtsuze] Φάρασ. χαπαρσούζα [xaparˈsuza] Αφσάρ., Φάρασ. Από το τουρκ. habersiz = α) απροειδοποίητος β) (επίρρ.) απροειδοποίητα.
Χωρίς προειδοποίηση, ξαφνικά ό.π.τ. Συνών. άξαφνα, άπανσιζ, Πβ. χαμπάρσουλαϊ, Συνών. χάρπανταν :2