χαμπαρσίζια
(επίρρ.)
χαbαρσΙζ̑ια
[xabarˈsɯʒʝa]
Ουλαγ.
χαbαρτσ̑ούζε
[xabarˈtʃuze]
Φάρασ.
χαbαρτσούζ̑ε
[xabarˈsɯʒe]
Φάρασ.
χαbαρτσούζε
[xabarˈtsuze]
Φάρασ.
χαπαρσούζα
[xaparˈsuza]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. habersiz = α) απροειδοποίητος β) (επίρρ.) απροειδοποίητα.