χαμίθεος
(ουσ. αρσ.)
χαμίθεος
[xaˈmiθeos]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. χαμοθεός (Φαλιέρ. Ρίμ. 207 «Κι ἔχουν ἐσὲν χαμοθεὸν κι ἐσὺ πάλιν στὴν χρειά σου»). Πβ. ποντ. χαμόθεος.
Χαμοθεός, ισχυρός άνθρωπος που υποστηρίζει κάποιον