χαμλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
χαμλάdισμα
[xam'ladizma]
Αξ.
Από το αορ. θ. του ρ. χαμλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η βαθμιαία εξάσκηση και προσαρμογή του ζώου στην δουλειά
Συνών.
χαμί