ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμάμ (ουσ. ουδ.) χαμάμ [xaˈmam] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ. χαμάμι [xaˈmami] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. hamam (< αραβ. ḥammām).
Λουτρό ό.π.τ. : Αμέτ σο χαμάμ, να λουσ̑τείτε και να έρτειτ (Πηγαίνετε στο λουτρό να λουστείτε και να έρθετε) Φλογ. -Dawk. Και πήρεν τσ̑ην, και πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην (Και την πήρε, και πήγε στο χαμάμ, και την έλουσε, και την έπλυνε) Τελμ. -Dawk. Ιτό έμη το χαμάμ, να λουστεί (Αυτός μπήκε στο χαμάμ να πλυθεί) Ουλαγ. -Dawk. Μπάζου μπάζου τουν παίνιξαμ σ’ Νίγντια μαίνιξαμ 'σου χαμάμ (Κάπου κάπου όταν πηγαίναμε στη Νίγδη μπαίναμε στο λουτρό) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. 'ς το χαμάμ το μαίν', γιdρών' γκαι βγ̇αίν' (Στο χαμάμ όποιος μπαίνει, ιδρώνει και βγαίνει˙ Όποιος αναλάβει κάτι πρέπει να το τελειώσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. λουτρό