χαμάμ
(ουσ. ουδ.)
χαμάμ
[xaˈmam]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ.
χαμάμι
[xaˈmami]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. hamam (< αραβ. ḥammām).
Λουτρό
ό.π.τ.
:
Αμέτ σο χαμάμ, να λουσ̑τείτε και να έρτειτ
(Πηγαίνετε στο λουτρό να λουστείτε και να έρθετε)
Φλογ.
-Dawk.
Και πήρεν τσ̑ην, και πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην
(Και την πήρε, και πήγε στο χαμάμ, και την έλουσε, και την έπλυνε)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτό έμη το χαμάμ, να λουστεί
(Αυτός μπήκε στο χαμάμ να πλυθεί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μπάζου μπάζου τουν παίνιξαμ σ’ Νίγντια μαίνιξαμ 'σου χαμάμ
(Κάπου κάπου όταν πηγαίναμε στη Νίγδη μπαίναμε στο λουτρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
'ς το χαμάμ το μαίν', γιdρών' γκαι βγ̇αίν'
(Στο χαμάμ όποιος μπαίνει, ιδρώνει και βγαίνει˙ Όποιος αναλάβει κάτι πρέπει να το τελειώσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
λουτρό